- ἱεροδούλων
- ἱερόδουλοςtemple-slavemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιεροδουλία — η (Α ἱεροδουλία και ἱεροδουλεία) [ιερόδουλος] νεοελλ. πορνεία αρχ. 1. το να ανήκει κάποιος στην υπηρεσία τού ναού 2. το σύνολο τών ιεροδούλων … Dictionary of Greek
νταβατζής — και νταβάς, ο (Μ νταβατζής και νταουτζής) νεοελλ. εραστής και εκμεταλλευτής ιεροδούλων, γυναικών που ασκούν την πορνεία μσν. (νομ.) ο ενάγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. davaci «συνήγορος» < dava «δίκη»] … Dictionary of Greek
Αναΐτις — Περσική θεότητα, αντίστοιχη με την Αφροδίτη ή την Άρτεμη. Σε έναν αρχαίο μύθο, που είναι και η μοναδική πληροφορία γι’ αυτήν, αναφέρεται ως θεά των νερών, της ευφορίας και της γονιμότητας των γυναικών. Κατέβηκε στη Γη από τον ουρανό μετά από… … Dictionary of Greek
νταβατζής — ο πληθ. ήδες (λ. τουρκ.) 1. ο εραστής, ο προστάτης ιεροδούλων, ο παλικαράς. 2. εικονικός πελάτης γύρω από πλανόδιους πωλητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)